- υπέρθλιψη
- η, Ν1. (φυσ.-τεχνολ.) αύξηση τής συμπίεσης αερίου, υγρού, στερεού ή κονιορτοποιημένου σώματος, αλλ. υπερσυμπίεση2. (αεροναυτ.) μέθοδος με την οποία επιτυγχάνεται η μεταβολή τής συμπίεσης σε κινητήρα αεροσκάφους συναρτήσει τού ύψους3. φρ. «κινητήρας υπερθλίψεως»τεχνολ. κινητήρας στον οποίο η συμπίεση τού καύσιμου μίγματος έχει λάβει μέγιστη τιμή είτε με γεωμετρικό περιορισμό τού όγκου τού μίγματος είτε με τροφοδότηση με τη βοήθεια συμπιεστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + θλίψη «πίεση, σύνθλιψη». Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. surcompression].
Dictionary of Greek. 2013.